θεμώ

θεμώ
θεμῶ, -όω (Α) [θεμός]
κάνω κάτι να προσεγγίσει, ωθώ, αναγκάζω κάτι να πλησιάσει, οδηγώ («θέμωσε... χέρσον ἱκέσθαι» — ώθησε, έσπρωξε το πλοίο προς την ξηρά ή οδήγησε το πλοίο προς την ξηρά, δηλ. στον προορισμό του, Ομ. Οδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεμῶ — θεμόω drove pres subj act 1st sg θεμόω drove pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”